Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐκ πεδίου

См. также в других словарях:

  • Πεδίου — Πεδίον plain neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεδίου — πέδιον neut gen sg πεδίον plain neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενοποιημένου πεδίου, θεωρία — Θεωρία που επιζητά την ενοποίηση των ιδιοτήτων του βαρυτικού, ηλεκτρομαγνητικού και πυρηνικού πεδίου (ισχυρής και ασθενούς πυρηνικής δύναμης), έτσι ώστε όλα τα χαρακτηριστικά της να προκύπτουν από ένα σύστημα εξισώσεων. Λίγο μετά τη διατύπωση της …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… …   Dictionary of Greek

  • πεδίο — Στη φυσική, ο χώρος (περιορσμένος ή απεριόριστος) που σε κάθε σημείο του ένα φυσικό μέγεθος έχει μια ορισμένη τιμή, που εξαρτάται γενικά από τη θέση του θεωρούμενου σημείου στον χώρο, ενδεχομένως και από τον χρόνο. Το φυσικό μέγεθος μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • διηλεκτρικά — Στερεές, υγρές ή αέριες ουσίες που παρουσιάζουν υψηλή αντίσταση στη δίοδο του ηλεκτρικού ρεύματος. Ονομάζονται επίσης και μονωτικά. Αντίθετα από τα σώματα που είναι καλοί αγωγοί του ηλεκτρισμού, τα οποία παρουσιάζουν μεγάλη ευκινησία στα… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία — Γενικός όρος, με τον οποίο υποδηλώνονται όλες οι ακτινοβολίες που, διαδιδόμενες στον χώρο, μεταφέρουν ενέργεια με τη μορφή ηλεκτρομαγνητικών διαταράξεων του πεδίου. Τα διάφορα είδη ακτινοβολίας χαρακτηρίζονται με βάση τις συχνότητές τους… …   Dictionary of Greek

  • ιονισμός (του ατόμου) — Φαινόμενο κατά το οποίο ένα άτομο, αρχικά ουδέτερο, μετατρέπεται σε ένα ιόν, που έχει ένα ή περισσότερα ηλεκτρικά φορτία, καθώς ένας αριθμός ηλεκτρονίων, που περιφέρονταν αρχικά γύρω από τον πυρήνα του, έχει διαφύγει της έλξης και κινούνται,… …   Dictionary of Greek

  • δυναμικό — (Φυσ.). Όρος της φυσικής ο οποίος αναφέρεται στο ποσό του έργου που παράγει μία δύναμη. Για τον προσδιορισμό του φυσικού αυτού μεγέθους είναι σκόπιμη η αναφορά στην έννοια του πεδίου. Πεδίο καλείται μια περιοχή του χώρου, μέσα στην οποία υπάρχουν …   Dictionary of Greek

  • γεωμαγνητισμός ή γήινος μαγνητισμός — Όρος που αφορά το μαγνητικό πεδίο της Γης και την περιοχή του Διαστήματος κοντά στη Γη. Αποτελεί ιδιαίτερο κλάδο της γεωφυσικής και ασχολείται με τη μελέτη του γήινου μαγνητικού πεδίου και των μεταβολών του, καθώς και με τα γεωφυσικά φαινόμενα… …   Dictionary of Greek

  • εκπομπή — Η παραγωγή και η εξαπόλυση ενέργειας από κάποια πηγή· η μετάδοση προγράμματος από ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό πομπό. ε. ακτινοβολίας. Ε. ακτινοβόλου ενέργειας, που μεταδίδεται με ηλεκτρομαγνητικά κύματα. Προέρχεται από ηλεκτρικά φορτία και οφείλεται …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»